- περιστέρνιος
- -ον, Μ1. αυτός που βρίσκεται γύρω από το στέρνο2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιστέρνιοντο γύρω από το στέρνο μέρος τού στήθους.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στέρνον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστερνίδιος — ιον, Μ [περιστέρνιος] περιστέρνιος* … Dictionary of Greek